- κατειρήσεται
- κατερῶspeak againstfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… … Dictionary of Greek